Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Σκοτεινή κληρονομιά
Πιστεύεις στα θαύματα;
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
22-02-2024 20:06
Υπέρ  Γρήγορο, Ανατρεπτικό, Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Συναρπαστικό
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
27-11-2023 16:30
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Οι οικοδομικές εργασίες για μια ξενοδοχειακή μονάδα σ’ ένα νησί διακόπτονται όταν ανακαλύπτεται μουμιοποιημένο το πτώμα μιας δολοφονημένης κοπέλας. Η στάση του σώματός της μοιάζει με αυτήν της Κυράς των Αγγέλων, το μοναστήρι της οποίας έχει πλέον εγκαταλειφθεί αλλά τη δεκαετία του 1940 είχε πολλές μοναχές και οικότροφους, όλες τους όμως εξαφανίστηκαν τότε μυστηριωδώς χωρίς να αφήσουν πίσω τους ίχνη. Αργότερα, τη δεκαετία του 1990, μια γυναίκα κληρονομεί το μοναστήρι και αφήνει πίσω τη σκληρή ζωή της στην Αμερική για να κάνει μια νέα αρχή, σύντομα όμως θα ανακαλύψει πως το κτήριο και η περιοχή κρύβουν πολλά μυστικά που αν έρθουν στο φως κινδυνεύει η ζωή της. Πώς συνδέονται αυτές οι δύο ιστορίες; Ποια είναι η Κυρά των Αγγέλων και τι λένε οι φήμες για την κατάρα της; Πώς μπορεί να χειριστεί κανείς μια σκοτεινή κληρονομιά από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί εύκολα;

Ο Γιώργος Αγγελίδης έγραψε ένα δυνατό, έξυπνο και ευρηματικό μυθιστόρημα τρόμου που εκτυλίσσεται στο καθολικό μοναστήρι ενός αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Η δράση ξετυλίγεται σε δύο κυρίως άξονες, στις αρχές του 1940 και στο 1996, σύντομα όμως ο τρόπος γραφής αναμιγνύει υποδειγματικά τις δύο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστορίες και μας ταξιδεύει πότε στο σήμερα και πότε στο χτες συστήνοντάς μας δύο διαφορετικές γυναίκες που έχουν να πολεμήσουν, να παλέψουν, να νικήσουν, να επιβιώσουν από τη σκοτεινή κληρονομιά που τις κυνηγάει. Ο τρόπος γραφής είναι τέτοιος που μπλέκει τη φαντασία με την πραγματικότητα, τους εφιάλτες που βιώνουν οι δύο ηρωίδες με τα πραγματικά γεγονότα που καλούνται να αντιμετωπίσουν, το σήμερα με το χτες. Οι εναλλαγές μεταξύ των διαφορετικών αφηγηματικών περιόδων κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον κι είναι έτσι δοσμένες που δε χάθηκα ούτε μπερδεύτηκα στιγμή. Ο συγγραφέας στήνει πολύ καλά τις ιστορίες του, με τους χαρακτήρες του να έχουν ένα παρελθόν που βγαίνει σιγά σιγά στην επιφάνεια μέσα από πρωθύστερα, συμβάλλοντας ακόμη περισσότερο στην αγωνία και στο μυστήριο. Ρεαλιστικές περιγραφές τοπίων και φύσης, ανθρώπων και καιρικών φαινομένων, καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές που χαρίζουν λογοτεχνικότητα σ’ έναν αγώνα δρόμου προς την αλήθεια που θα ενώσει αυτές τις διαφορετικές περιόδους: «Τα σύννεφα γλιστρούσαν γοργά στον γκρίζο ουρανό. Θαρρείς και βιάζονταν στο δρόμο τους από το κορφοβούνι που τα έφτυνε μέχρι τη θάλασσα που τα ξεθώριαζε στην ανυπαρξία» (σελ. 11). Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξεπηδάει μια ανάγλυφη και υποβλητική ατμόσφαιρα τρόμου που δε δημιουργείται από περιγραφές φρικαλεοτήτων ή άλλες εύκολες λύσεις. Καλά μελετημένο λεξιλόγιο, σωστή έμφαση στα γεγονότα που πρέπει τη στιγμή που πρέπει, καλοσχεδιασμένες ανατροπές μα πάνω απ’ όλα ένα πανέξυπνο παιχνίδι με τον αναγνώστη είναι μερικά μόνο από τα πλεονεκτήματα της συναρπαστικής αυτής περιπέτειας. Η αγωνία κορυφώνεται για διαφορετικό λόγο σε κάθε χρονική περίοδο, με κυρίαρχη τη βασική ερώτηση: πώς συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους και τι συμβαίνει με το μοναστήρι που βρίσκεται πάντοτε μπροστά μας;

Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση γνωρίζουμε την Άννα, η οποία κλέβει ένα τετράδιο από το γραφείο της ηγουμένης και αρχίζει να γράφει μανιωδώς για όσα βλέπει και για όσα ακούει από τη στιγμή που ήρθε στη μονή. Ορφανή, τη μεγάλωσε ο θείος της και την έστειλε στο μοναστήρι της Κυράς των Αγγέλων για ασφάλεια και για δουλειά. Στο μοναστήρι λειτουργεί και οικοτροφείο που χρειάζεται μια κοπέλα για τις δουλειές, τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο αγγελικά. Τι απέγιναν οι γονείς της όμως και γιατί μεγάλωσε με τον θείο της; Θα επιστρέψει από τον πόλεμο; Η Άννα είναι πρόθυμη να δεχτεί αυτήν τη νέα ζωή, μόνο που είδε κάτι που τη φόβισε πολύ και γι’ αυτό άρχισε να ξετυλίγει ένα κουβάρι γεμάτο μυστηριώδη και αλλόκοτα γεγονότα. Πώς γίνεται μέσα σε μια νύχτα να εξαφανιστούν ταυτόχρονα και χωρίς ίχνη οι μοναχές του μοναστηριού και οι οικότροφοι; Δώδεκα μοναχές, η ηγουμένη και οχτώ ορφανές κοπέλες θα τυλίξουν την Άννα σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό. «Ο δρόμος των Αγγέλων είναι επώδυνος. Όμως η σωτηρία της ψυχής και η θέωση αξίζουν κάθε είδους μαρτύριο. Σωματικό ή ψυχικό» (σελ. 131). Μήπως όμως αυτή η δικαιολογία δεν είναι αρκετή για να εξηγηθούν τα όσα αντικρίζει η Άννα και κάποιοι παίρνουν στα χέρια τους την κατάσταση για να πραγματοποιήσουν τα δικά τους ανομολόγητα σχέδια; Είναι πραγματικότητα ή οράματα αυτά που βλέπει η Άννα; Τι κρύβει το μοναστήρι; Τι θα συμβεί που θα ατσαλώσει τη θέληση της Άννας να μείνει και να λύσει τον αινιγματικό γρίφο με τις φριχτές σκηνές που βλέπει τη μια στιγμή αλλά εξαφανίζονται την επόμενη; Αποκούμπι και σημαντικό στήριγμα στον αγώνα της είναι ο κηπουρός Θεοχάρης με το ξύλινο πόδι, που εμφανίζεται σχεδόν ως δια μαγείας την πιο κρίσιμη στιγμή, επομένως μήπως έχει κι αυτός τα δικά του σχέδια;

Ταυτόχρονα, πάλι με πρωτοπρόσωπη γραφή, γνωρίζουμε και την Έμμα Σμιθ, μητέρα της Φιλίας, ενός κοριτσιού που συνεννοείται μαζί της με συσκευή επικοινωνίας γεμάτη εικονίδια. Η Έμμα, που βιώνει κακοποιητικές στιγμές στον γάμο της, βρίσκει τη δύναμη να ταξιδέψει στο νησί, αφήνοντας πίσω τη σκληρή και δύσκολη ζωή της μονογονεϊκής οικογένειας και τις διπλοβάρδιες σε φαστφουντάδικο στην Αμερική. Η Φιλία, ένα ιδιαίτερο παιδί, κρύβει επιθετικότητα και ξεσπά σε εκρήξεις βίας και μίσους και η μητέρα της κάνει σκληρό αγώνα για να κρατήσει όρθια τη μεταξύ τους σχέση, να τη βοηθήσει όσο και όπως μπορεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη της. Η ζωή τους είναι δύσκολη, σκληρή, γεμάτη δάνεια και δουλειές του ποδαριού, με τους δικούς της ανθρώπους να της έχουν γυρίσει την πλάτη. Η παράδοξη και παράξενη κληρονομιά που την έφερε στην Ελλάδα είναι η αφορμή που θα της δώσει τη δύναμη για να κάνει τα πάντα ώστε να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να γίνει δυνατή, ικανή να μεγαλώσει επιτέλους σωστά το παιδί της, να πάψουν να τη λυπούνται. Το χωριό Αμάραντος, όπου και το μοναστήρι, περιγράφεται με κάθε παραστατική λεπτομέρεια, ζωντανεύοντας με υπέροχο και ρεαλιστικό τρόπο ένα συνηθισμένο νησιώτικο χωριό, με τη μεσημεριανή του ραστώνη, τα ασβεστωμένα σπίτια, το καφενείο-ταβέρνα που ανοίγει μόνο το βράδυ, με τους κατοίκους να λείπουν στα χωράφια και τις γυναίκες να ετοιμάζουν το φαγητό στις πόρτες των σπιτιών, με τα παιδιά να τρέχουν ελεύθερα στα σοκάκια κλπ. Πόσο όμορφη και ειδυλλιακή εικόνα και πόσο ριζικά αλλάζει όταν οι κάτοικοι μαθαίνουν τον πραγματικό λόγο της παρουσίας της Έμμα στον τόπο τους. Τι συμβαίνει λοιπόν στο μοναστήρι που δημιουργεί την άκρως αντίθετη ατμόσφαιρα, αυτήν του φόβου και της αγωνίας; Γιατί όποιος ακούει γι’ αυτό μεταμορφώνεται από καλοσυνάτο και ευγενικό σε εσωστρεφή και ψυχρό συνομιλητή; Τι συνέβη κι έπαψε ο τόπος να είναι μετά τον πόλεμο καρπερός; Στο πλάι της Έμμα θα σταθεί ο γοητευτικός και ορθολογιστής ιερέας Ιάκωβος, που δε δίνει σημασία στις φήμες και στις δεισιδαιμονίες του χωριού για το μοναστήρι, αντιθέτως, προτιμά να σκέφτεται και να ερευνά. Η Έμμα τον ερωτεύεται και αποζητά τη βοήθειά του ώστε να καταφέρει να ξεπεράσει την εχθρότητα των κατοίκων και ταυτόχρονα να καταλάβει πώς και γιατί βρέθηκε μπλεγμένη με το μοναστήρι και τι μυστικά κρύβει. Μόνο που…

Η «Σκοτεινή κληρονομιά», με το ερεβώδες φόντο, τις αξέχαστες στιγμές τρόμου, τα υποδειγματικά πισωγυρίσματα μεταξύ πραγματικότητας και εφιάλτη, μεταξύ του σήμερα και του χτες, ξεδιπλώνει με μαεστρία και με αξιόλογο τρόπο δύο ιστορίες όπου πρωταγωνιστούν ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, άκρως ρεαλιστικοί, απόλυτα ανθρώπινοι, με καλοδουλεμένα αίτια και αιτιατά, δράσεις και αντιδράσεις. Καμία πρόταση δεν είναι περιττή και ακόμη και η παραμικρή λέξη είναι απόλυτα ταιριαστή με την κουλτούρα, τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις του κάθε ήρωα που μας συστήνεται μέσα από το κείμενο. Η Άννα μεγαλώνει με τον θείο της που αναγκάζεται να πάει στον πόλεμο και καταλύει σ’ ένα μοναστήρι γεμάτο μυστικά, γεμίζει ερωτήματα αλλά πεισμώνει, παθαίνει σοκ με όσα αντικρίζει και με όσα, αντίθετα, της καταμαρτυρούν αλλά επιμένει να φτάσει στην άκρη του νήματος. Ταυτόχρονα, η Έμμα είναι μια γυναίκα που βιώνει έναν κακοποιητικό γάμο και αγωνίζεται να μεγαλώσει ένα παιδί με αναπηρία. Πώς βρήκε τη δύναμη να φύγει μακριά από τον δυνάστη της; Πώς θα είναι η σχέση της με την κόρη της από δω και πέρα; Ο συγγραφέας κατάφερε να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση δύο διαφορετικών γυναικών και να τις παρουσιάσει με πιστότητα και αληθοφάνεια, τοποθετώντας δίπλα τους εξίσου ολοκληρωμένες προσωπικότητες με τις οποίες συμπάσχουμε, θυμώνουμε, λυπούμαστε κλπ. Επιπλέον, οι έξυπνες και υπολογισμένες εναλλαγές στις εξελίξεις του παρόντος και του παρελθόντος αλλά και του ίδιου του περιστατικού, μιας κι εκεί που διαβάζουμε για κάτι, αυτό το ίδιο συμβάν αλλάζει οπτικές γωνίες, θέση στον χωροχρόνο και ξαναστήνεται υπό άλλες συνθήκες και με άλλους θεατές δημιουργούν ένα αείρροο καλειδοσκόπιο με ποικίλες οπτικές γωνίες που εμπλουτίζουν τη δράση. Για να μην αναφερθώ στην πανέξυπνη ανατροπή κοντά στο τέλος του βιβλίου που άλλαξε ριζικά τις οπτικές γωνίες κι έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση, μόνο και μόνο προσδίδοντας ακόμη περισσότερη φρίκη και αγωνία για τα όσα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου αλλά δεν τους έδινα σημασία γιατί η ροή, οι εξελίξεις, με παρέσερναν αλλού! Πόσα διαχρονικά μηνύματα, πόσες καίριες παρατηρήσεις παρεισφρέουν ανάμεσα στις γραμμές, όπως για παράδειγμα: «…το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν και δεν μπορεί να μας αγγίξει όσο δεν του το επιτρέπουμε» (σελ. 247). Και αργότερα: «Το παρελθόν έχει παρέλθει, δεν μπορούμε να το αγγίξουμε, να το αλλάξουμε, οπότε δεν έχει νόημα να το σκεφτόμαστε. Το μέλλον, πάλι, είναι αβέβαιο, οπότε είναι ανούσιο να επιχειρούμε να το τιθασεύσουμε πριν γίνει παρόν…Μπορεί να μην μπορούμε να αγγίξουμε το παρελθόν… μα εκείνο μας αγγίζει διαρκώς γιατί μας έχει ήδη αλλάξει. Μας έχει κάνει αυτό που είμαστε στο παρόν» (σελ. 305).

Το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Αγγελίδη είναι σαν ένα βάζο με μελάσα που βουτάς μέσα του γεμάτος περιέργεια να δεις τι υπάρχει στο κέντρο ή στον πάτο κι ώσπου να φτάσεις εκεί έχουν κολλήσει πάνω σου χιλιάδες λέξεις που συναποτελούν το περιεχόμενο του βιβλίου και τις κουβαλάς μαζί σου ως το μοιραίο και λυτρωτικό τέλος της ανάγνωσης. Παιχνίδια με το μυαλό του αναγνώστη, μάχες μεταξύ δεισιδαιμονίας και πραγματικότητας, διαρκές κυνήγι φανταστικού και ρεαλιστικού, η μια ιστορία βυθίζεται μες στην άλλη με τέτοιο τρόπο που αδιαφορούσα για το γιατί ενώνονταν, αφού με ενδιέφερε κυρίως το πώς ενώνονταν, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, τρόμος και σασπένς, ανατριχιαστικές περιγραφές που στήνουν υποβλητική ατμόσφαιρα σε κάθε σημείο του νησιού, του μοναστηριού, της εξοχής είναι μερικά μόνο από τα γνωρίσματα ενός δυνατού, καλού βιβλίου που θα θυμάμαι για καιρό.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
1
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
2
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα